παιχνίδι παιδική ηλικία 24 Φεβ 2021

από τον Στέλιο Κυμπάρη

Περιβαλλοντολόγος Ι Ειδικός Θεραπευτικού Παιχνιδιού I Παιγνιοθεραπευτής (tr) Ι Επιμορφωτής Θετικής Διαπαιδαγώγησης Ι Filial Play Coach (tr)

Θυμάμαι ένα καλοκαίρι γύρω στο 2003 είχαμε μαζευτεί ένα απόγευμα μια μεγάλη παρέα φίλων και φίλων- φίλων (νομίζω όλ@ ξέρουμε πώς γίνονται αυτά) στο σπίτι μιας εξαιρετικά αγαπητής φίλης μας. Ήμασταν γύρω στα είκοσι άτομα και αναπόφευκτα σχεδόν καταλήξαμε να παίζουμε κρυφτό στον κήπο και το αδιέξοδο δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι. Κάπου ανάμεσα στις γύρες και τα τρεχαλητά πίσω από τα παρτέρια, τις φωνές και τα γέλια, μία από τις συμμετέχουσες ήρθε και μας είπε ότι την είχαμε ξεχάσει όχι απλά μία, ούτε καν δύο, αλλά τρεις γύρες, ενώ περίμενε όλο λαχτάρα να την αναζητήσουμε και να την βρούμε. Μας επικοινώνησε το παράπονο και την απογοήτευσή της, και το παιχνίδι κόπασε για λίγο. Γράφοντας αυτό το κείμενο, η ιστορία αυτή ήρθε αυτόματα στο μυαλό μου, και –αν και καθυστερημένα- κατάλαβα πλέον όσα προσπαθούσε να μας πει, όσα είχε βιώσει όταν την ξεχάσαμε σε ένα από τα πιο σημαντικά παιχνίδια σύνδεσης, το κρυφτό.

Παιχνίδια όπως το κρυφτό και το κούκου-τζα βασίζονται στο μοτίβο του αποχωρισμού (αποσύνδεσης) και της επανασύνδεσης (το κυνηγητό, το πατητό, ή η τυφλόμυγα ανάμεσα σε άλλα (Solter, 2013), επίσης έχουν ως κεντρικά θέματα τον αποχωρισμό, την αναζήτηση και την τελική επανένωση και επανασύνδεση). Ως παιχνίδι, το κούκου-τζα πραγματοποιείται με τον πλέον δραματικό τρόπο. Η εξαφάνιση των σημαντικών ενηλίκων ενός βρέφους μπορεί στιγμιαία να το φοβίσει, αλλά η επιστροφή τους θα το γεμίσει με χαρά και γέλια. Μετά από λίγο το ίδιο το βρέφος θα ξεκινήσει το παιχνίδι αυτό. Η επανάληψη της εξαφάνισης και της επιστροφής, της αποσύνδεσης και επανασύνδεσης, κάτω από συνθήκες που το ίδιο το βρέφος ελέγχει, καθιστούν το άγχος που προκύπτει από τις διαδικασίες αυτές πιο διαχειρίσιμο, ενώ παράλληλα μια δυσάρεστη και ανυπόφορη συνθήκη στην πραγματικότητα μετατρέπεται σε μια διασκεδαστική εμπειρία (Elkind, 2007).

Η διάρκεια του αποχωρισμού είναι πολύ σημαντική. Αν ο χρόνος που κρύβει το πρόσωπό του ο/η φροντιστής/στρια από το βρέφος είναι πολύ σύντομος, δεν θα υπάρχει μυστήριο, και δεν θα υπάρχει χαρά και γέλια στο ‘τζα!’ (Cohen, 2001). Αν πάλι περάσει πολύς χρόνος, το βρέφος θα ανησυχήσει και πολύ πιθανό θα βάλει τα κλάματα. Τη συγκεκριμένη λεπτή γραμμή τη συναντούμε και στο κρυφτό. Αν το παιδί βρει μια καλή κρυψώνα, θα χαρεί και θα απολαύσει το χρόνο που περνάει εκεί. Είναι μια εξερεύνηση και μια ανταμοιβή του θάρρους και της φαντασίας που επέδειξε στην εύρεση και διαμόρφωση της κρυψώνας. Αν παρόλα αυτά παραμείνει στην κρυψώνα αυτή για πολλή ώρα  δίχως να το βρουν (όπως η κοπέλα στην αρχική αφήγηση), τότε η χαρά υποχωρεί και τη θέση της παίρνει η απογοήτευση και ο φόβος. Η ίδια η κρυψώνα γίνεται σκοτεινή και μοναχική (Pitt, 2000) και πλέον φέρει το μήνυμα της αποσύνδεσης και απομόνωσής του παιδιού. Ενώ ο στόχος αρχικά ήταν τελικά να το βρουν, μάλλον το παιδί απομακρύνθηκε πολύ από τους ανθρώπους του και πλέον δεν μπορεί να βασίζεται σε αυτούς.

Η στιγμή της επανένωσης και στα δύο παιχνίδια έχει κοινά χαρακτηριστικά. Τόσο το “τζα!”, όσο και τα “σε βρήκα” και “φτου-φτου ένας/μία” εκφέρονται με μονότονο και έντονο τονισμό, και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τον καθησυχασμό – αντιθέτως, προκαλούν μια υπερδιέγερση του νευρικού συστήματος του βρέφους ή παιδιού, μεταφέροντας το μήνυμα του κινδύνου (Porges, 2015). Στο κρυφτό αυτό γίνεται εμφανές και με το επικείμενο τρέξιμο για να τα φτύσουν. Είναι η αμέσως ακόλουθη αλληλεπίδραση, με τις εκφράσεις προσώπου, το βλέμμα, τα χαμόγελα, με τα οποία ο/η φροντιστής/στρια θα επικοινωνήσει τη νευροαντίληψη της ασφάλειας, θα συρρυθμίσει το συναίσθημα του βρέφους/παιδιού και θα αποκαταστήσει το σύστημα κοινωνικής αλληλεπίδρασης και εμπλοκής αυτού. Με κάθε παιχνίδι, με κάθε επανάληψη το βρέφος ή παιδί περνάει από την ηρεμία στην επαγρύπνηση, στην έκπληξη και ξανά στην ηρεμία.

Σταδιακά, χτίζεται η βεβαιότητα ότι για κάθε “κούκου!” θα υπάρχει ένα “τζά!”, και μετά η επανένωση, η εύρεση και η επιστροφή πάλι στην ασφάλεια. Και για κάθε οπτικό αποχωρισμό, θα υπάρχει ένα “φτου και βγαίνω!”, το οποίο δηλώνει τη δέσμευσή μας να βρούμε το παιδί, μέχρι το “σε βρήκα”, και το τελικό “φτου-φτου ένας/μία …” (το οποίο εθιμοτυπικά συνδέεται επίσης με την προστασία). Το μήνυμα που φέρουν αυτά τα παιχνίδια είναι αυτό της σημαντικότητάς του βρέφους/παιδιού. Παρόλο  που φεύγει ο/η φροντιστής/στρια, θα επιστρέψει. Παρόλο που το παιδί πήγε και κρύφτηκε, ο/η φροντιστής/στρια θα ψάξει μέχρι να το βρει. Επειδή το ίδιο το παιδί είναι σημαντικό – για τη μαμά, για το μπαμπά, τη δασκάλα και το δάσκαλο.

παιχνίδι βρέφος

Και είναι μέσα από τέτοιες μικρές τελετές και παιχνίδια, που οι σημαντικοί/ές ενήλικες βοηθούν το παιδί να εξοικειωθεί με μια πρωτόγνωρη ακόμα εμπειρία. Στη ουσία δημιουργούν μια ζώνη επικείμενης μάθησης, και με κάθε επανάληψη επικοινωνούν το μήνυμα της ασφάλειας στη διαδικασία του αποχωρισμού (Delahooke, 2019). Αν και στην αρχή το παιδί ενδέχεται να βιώσει άγχος, ίσως και φόβο, σταδιακά αποκτά εμπιστοσύνη στο άτομο, στο παιχνίδι, αλλά και στη συνθήκη. Όσο καλλιεργείται η βεβαιότητά του ότι θα βρεθεί, όσο χτίζεται η εμπιστοσύνη ότι ο/η φροντιστής/στριά του θα το αναζητήσει και θα το βρει, τόσο καλλιεργεί δεξιότητες διαχείρισης του άγχους αποχωρισμού. Και έτσι, μέσα από τη σχεσιακή ασφάλεια και τη συρρύθμιση συναισθημάτων, ο προσωρινός αποχωρισμός μπορεί να καταχωρηθεί ως ασφαλής εμπειρία. Σταδιακά, το παιδί αποκτά τη δεξιότητα να προσαρμόζεται σε νέες συνθήκες, και να ρυθμίζει τη βιοσυμπεριφορική του κατάσταση.

Και όταν το παιδί είναι πλέον σίγουρο ότι θα το προσέχουν και θα το βρουν οι ενήλικες, θα επιδιώξει να εξερευνήσει και να κρυφτεί. Στην αρχή ως παιχνίδι, καθώς μεγαλώνει όμως θα είναι και ένας τρόπος αποστασιοποίησης από πρόσωπα και γεγονότα. Θα είναι μια ευκαιρία απομόνωσης, για να έχει χρόνο να μείνει με τις σκέψεις και τα συναισθήματά του/της (Carper, 2015). Και σε εκείνες τις περιστάσεις, αφότου το παιδί (ή ενήλικας πλέον) περάσει κάποια ώρα με τις σκέψεις του, πάλι θα λαχταρήσει να το αναζητήσουν και να το βρουν οι σημαντικοί/ές ενήλικές του, που νοιάζονται πραγματικά για αυτό. Να το ψάξουν, να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν τα συναισθήματα που το ίδιο βιώνει. Και μέσα από την αλληλεπίδραση μαζί τους, να συρρυθμίσει πάλι την ένταση όσων νιώθει, να βιώσει την ασφάλεια που χρειάζεται, την αγάπη, ώστε να ξεκινήσει μια νέα εξερεύνηση.

Άλλωστε, όπως είχε αναφέρει και ο Winnicott (1965, σελ.186), “είναι χαρά να κρύβεσαι, μα συμφορά να μην σε βρίσκουν”.

 

Πηγές:

Carper, A., (2015) ‘The Importance of Hide-and-Seek’. The New York Times, 30 June. Διαθέσιμο στη σελίδα https://opinionator.blogs.nytimes.com/2015/06/30/the-importance-of-hide-and-seek/ [τελευταία πρόσβαση: 10/02/2021]

Cohen, L.J., PhD, (2001)Playful Parenting – An Exciting New Approach to Raising Children that Will HelpYou Nurture Close Connections, Solve Behavior Problems & Encourage Confidence. New York:Ballantine Books.

Delahooke, M., PhD., (2019) Beyond Behaviors – Using Brain Science and Compassion to Understand and Solve Children’s Behavioral Challenges. Eau Claire: PESI Publishing & Media.

Elkind, D, PhD., (2007) The Power of Play – Learning What Comes Naturally. Philadelphia: Da Capo Press.

Pitt, A. J. (2000) Hide and Seek: The play of the personal in education. Changing English, 7(1), pp.65–74. doi:10.1080/135868400109753.

Porges, S.W. (2015) Play as Neural Exercise: Insights from the Polyvagal Theory in Pearce-McCall (ed) (2015) The Power of Play for Mind Brain Health. Διαθέσιμο στη σελίδα https://www.legeforeningen.no/contentassets/6df47feea03643c5a878ee7b87a467d2/sissel-oritsland-vedlegg-til-presentasjon-porges-play-as-neural-exercise.pdf  [τελευταία πρόσβαση: 10/01/2021]

Solter, A.J., PhD., (2013)Attachment Play – How to Solve Children’s Behavior Problems With Play, Laughter,and Connection. Goleta: Shining Star Press.

Vollmer, S., MD, (2009) ‘Hide and Seek – Why do We Leave? Why do We Want to be Found?’ Psychology Today, 23 December. Διαθέσιμο στη σελίδα https://www.psychologytoday.com/us/blog/learning-play/200912/hide-and-seek [τελευταία πρόσβαση 15/01/2021]

Winnicott, D. W. (1965) Communicating and Not Communicating Leading to a Study of Certain Opposites, in: The Maturational Processes and the Facilitating Environment – Studies in the Theory of Emotional Development. London: Karnac

 

Φωτογραφίες:

Paul Bradbury, διαθέσιμη στη σελίδα https://news.usc.edu/files/2017/07/HideSeek_web.jpg [τελευταία πρόσβαση 15/02/2021]

https://www.team4kids.com/wp-content/uploads/2019/04/5-Ways-to-Play-with-Your-Baby-To-Encourage-Speech-and-Language-Development.jpg?fbclid=IwAR0xG9z0j0JBYrkBE7D-OF3olgjKSkNlgV1pofHhLwgZmKgOjkyxd87vB3c [τελευταία πρόσβαση 20/02/2021]