από τον Στέλιο Κυμπάρη
Περιβαλλοντολόγος Ι Ειδικός Θεραπευτικού Παιχνιδιού I Παιγνιοθεραπευτής (tr) Ι Επιμορφωτής Θετικής Διαπαιδαγώγησης Ι Filial Play Coach (tr)
από τον Στέλιο Κυμπάρη
Περιβαλλοντολόγος Ι Ειδικός Θεραπευτικού Παιχνιδιού I Παιγνιοθεραπευτής (tr) Ι Επιμορφωτής Θετικής Διαπαιδαγώγησης Ι Filial Play Coach (tr)
Θυμάμαι ένα καλοκαίρι γύρω στο 2003 είχαμε μαζευτεί ένα απόγευμα μια μεγάλη παρέα φίλων και φίλων- φίλων (νομίζω όλ@ ξέρουμε πώς γίνονται αυτά) στο σπίτι μιας εξαιρετικά αγαπητής φίλης μας. Ήμασταν γύρω στα είκοσι άτομα και αναπόφευκτα σχεδόν καταλήξαμε να παίζουμε κρυφτό στον κήπο και το αδιέξοδο δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι. Κάπου ανάμεσα στις γύρες και τα τρεχαλητά πίσω από τα παρτέρια, τις φωνές και τα γέλια, μία από τις συμμετέχουσες ήρθε και μας είπε ότι την είχαμε ξεχάσει όχι απλά μία, ούτε καν δύο, αλλά τρεις γύρες, ενώ περίμενε όλο λαχτάρα να την αναζητήσουμε και να την βρούμε. Μας επικοινώνησε το παράπονο και την απογοήτευσή της, και το παιχνίδι κόπασε για λίγο. Γράφοντας αυτό το κείμενο, η ιστορία αυτή ήρθε αυτόματα στο μυαλό μου, και –αν και καθυστερημένα- κατάλαβα πλέον όσα προσπαθούσε να μας πει, όσα είχε βιώσει όταν την ξεχάσαμε σε ένα από τα πιο σημαντικά παιχνίδια σύνδεσης, το κρυφτό.
Παιχνίδια όπως το κρυφτό και το κούκου-τζα βασίζονται στο μοτίβο του αποχωρισμού (αποσύνδεσης) και της επανασύνδεσης (το κυνηγητό, το πατητό, ή η τυφλόμυγα ανάμεσα σε άλλα (Solter, 2013), επίσης έχουν ως κεντρικά θέματα τον αποχωρισμό, την αναζήτηση και την τελική επανένωση και επανασύνδεση). Ως παιχνίδι, το κούκου-τζα πραγματοποιείται με τον πλέον δραματικό τρόπο. Η εξαφάνιση των σημαντικών ενηλίκων ενός βρέφους μπορεί στιγμιαία να το φοβίσει, αλλά η επιστροφή τους θα το γεμίσει με χαρά και γέλια. Μετά από λίγο το ίδιο το βρέφος θα ξεκινήσει το παιχνίδι αυτό. Η επανάληψη της εξαφάνισης και της επιστροφής, της αποσύνδεσης και επανασύνδεσης, κάτω από συνθήκες που το ίδιο το βρέφος ελέγχει, καθιστούν το άγχος που προκύπτει από τις διαδικασίες αυτές πιο διαχειρίσιμο, ενώ παράλληλα μια δυσάρεστη και ανυπόφορη συνθήκη στην πραγματικότητα μετατρέπεται σε μια διασκεδαστική εμπειρία (Elkind, 2007).
Η διάρκεια του αποχωρισμού είναι πολύ σημαντική. Αν ο χρόνος που κρύβει το πρόσωπό του ο/η φροντιστής/στρια από το βρέφος είναι πολύ σύντομος, δεν θα υπάρχει μυστήριο, και δεν θα υπάρχει χαρά και γέλια στο ‘τζα!’ (Cohen, 2001). Αν πάλι περάσει πολύς χρόνος, το βρέφος θα ανησυχήσει και πολύ πιθανό θα βάλει τα κλάματα. Τη συγκεκριμένη λεπτή γραμμή τη συναντούμε και στο κρυφτό. Αν το παιδί βρει μια καλή κρυψώνα, θα χαρεί και θα απολαύσει το χρόνο που περνάει εκεί. Είναι μια εξερεύνηση και μια ανταμοιβή του θάρρους και της φαντασίας που επέδειξε στην εύρεση και διαμόρφωση της κρυψώνας. Αν παρόλα αυτά παραμείνει στην κρυψώνα αυτή για πολλή ώρα δίχως να το βρουν (όπως η κοπέλα στην αρχική αφήγηση), τότε η χαρά υποχωρεί και τη θέση της παίρνει η απογοήτευση και ο φόβος. Η ίδια η κρυψώνα γίνεται σκοτεινή και μοναχική (Pitt, 2000) και πλέον φέρει το μήνυμα της αποσύνδεσης και απομόνωσής του παιδιού. Ενώ ο στόχος αρχικά ήταν τελικά να το βρουν, μάλλον το παιδί απομακρύνθηκε πολύ από τους ανθρώπους του και πλέον δεν μπορεί να βασίζεται σε αυτούς.
Η στιγμή της επανένωσης και στα δύο παιχνίδια έχει κοινά χαρακτηριστικά. Τόσο το “τζα!”, όσο και τα “σε βρήκα” και “φτου-φτου ένας/μία” εκφέρονται με μονότονο και έντονο τονισμό, και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τον καθησυχασμό – αντιθέτως, προκαλούν μια υπερδιέγερση του νευρικού συστήματος του βρέφους ή παιδιού, μεταφέροντας το μήνυμα του κινδύνου (Porges, 2015). Στο κρυφτό αυτό γίνεται εμφανές και με το επικείμενο τρέξιμο για να τα φτύσουν. Είναι η αμέσως ακόλουθη αλληλεπίδραση, με τις εκφράσεις προσώπου, το βλέμμα, τα χαμόγελα, με τα οποία ο/η φροντιστής/στρια θα επικοινωνήσει τη νευροαντίληψη της ασφάλειας, θα συρρυθμίσει το συναίσθημα του βρέφους/παιδιού και θα αποκαταστήσει το σύστημα κοινωνικής αλληλεπίδρασης και εμπλοκής αυτού. Με κάθε παιχνίδι, με κάθε επανάληψη το βρέφος ή παιδί περνάει από την ηρεμία στην επαγρύπνηση, στην έκπληξη και ξανά στην ηρεμία.
Σταδιακά, χτίζεται η βεβαιότητα ότι για κάθε “κούκου!” θα υπάρχει ένα “τζά!”, και μετά η επανένωση, η εύρεση και η επιστροφή πάλι στην ασφάλεια. Και για κάθε οπτικό αποχωρισμό, θα υπάρχει ένα “φτου και βγαίνω!”, το οποίο δηλώνει τη δέσμευσή μας να βρούμε το παιδί, μέχρι το “σε βρήκα”, και το τελικό “φτου-φτου ένας/μία …” (το οποίο εθιμοτυπικά συνδέεται επίσης με την προστασία). Το μήνυμα που φέρουν αυτά τα παιχνίδια είναι αυτό της σημαντικότητάς του βρέφους/παιδιού. Παρόλο που φεύγει ο/η φροντιστής/στρια, θα επιστρέψει. Παρόλο που το παιδί πήγε και κρύφτηκε, ο/η φροντιστής/στρια θα ψάξει μέχρι να το βρει. Επειδή το ίδιο το παιδί είναι σημαντικό – για τη μαμά, για το μπαμπά, τη δασκάλα και το δάσκαλο.
Και είναι μέσα από τέτοιες μικρές τελετές και παιχνίδια, που οι σημαντικοί/ές ενήλικες βοηθούν το παιδί να εξοικειωθεί με μια πρωτόγνωρη ακόμα εμπειρία. Στη ουσία δημιουργούν μια ζώνη επικείμενης μάθησης, και με κάθε επανάληψη επικοινωνούν το μήνυμα της ασφάλειας στη διαδικασία του αποχωρισμού (Delahooke, 2019). Αν και στην αρχή το παιδί ενδέχεται να βιώσει άγχος, ίσως και φόβο, σταδιακά αποκτά εμπιστοσύνη στο άτομο, στο παιχνίδι, αλλά και στη συνθήκη. Όσο καλλιεργείται η βεβαιότητά του ότι θα βρεθεί, όσο χτίζεται η εμπιστοσύνη ότι ο/η φροντιστής/στριά του θα το αναζητήσει και θα το βρει, τόσο καλλιεργεί δεξιότητες διαχείρισης του άγχους αποχωρισμού. Και έτσι, μέσα από τη σχεσιακή ασφάλεια και τη συρρύθμιση συναισθημάτων, ο προσωρινός αποχωρισμός μπορεί να καταχωρηθεί ως ασφαλής εμπειρία. Σταδιακά, το παιδί αποκτά τη δεξιότητα να προσαρμόζεται σε νέες συνθήκες, και να ρυθμίζει τη βιοσυμπεριφορική του κατάσταση.
Και όταν το παιδί είναι πλέον σίγουρο ότι θα το προσέχουν και θα το βρουν οι ενήλικες, θα επιδιώξει να εξερευνήσει και να κρυφτεί. Στην αρχή ως παιχνίδι, καθώς μεγαλώνει όμως θα είναι και ένας τρόπος αποστασιοποίησης από πρόσωπα και γεγονότα. Θα είναι μια ευκαιρία απομόνωσης, για να έχει χρόνο να μείνει με τις σκέψεις και τα συναισθήματά του/της (Carper, 2015). Και σε εκείνες τις περιστάσεις, αφότου το παιδί (ή ενήλικας πλέον) περάσει κάποια ώρα με τις σκέψεις του, πάλι θα λαχταρήσει να το αναζητήσουν και να το βρουν οι σημαντικοί/ές ενήλικές του, που νοιάζονται πραγματικά για αυτό. Να το ψάξουν, να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν τα συναισθήματα που το ίδιο βιώνει. Και μέσα από την αλληλεπίδραση μαζί τους, να συρρυθμίσει πάλι την ένταση όσων νιώθει, να βιώσει την ασφάλεια που χρειάζεται, την αγάπη, ώστε να ξεκινήσει μια νέα εξερεύνηση.
Άλλωστε, όπως είχε αναφέρει και ο Winnicott (1965, σελ.186), “είναι χαρά να κρύβεσαι, μα συμφορά να μην σε βρίσκουν”.
Πηγές:
Carper, A., (2015) ‘The Importance of Hide-and-Seek’. The New York Times, 30 June. Διαθέσιμο στη σελίδα https://opinionator.blogs.nytimes.com/2015/06/30/the-importance-of-hide-and-seek/ [τελευταία πρόσβαση: 10/02/2021]
Cohen, L.J., PhD, (2001)Playful Parenting – An Exciting New Approach to Raising Children that Will HelpYou Nurture Close Connections, Solve Behavior Problems & Encourage Confidence. New York:Ballantine Books.
Delahooke, M., PhD., (2019) Beyond Behaviors – Using Brain Science and Compassion to Understand and Solve Children’s Behavioral Challenges. Eau Claire: PESI Publishing & Media.
Elkind, D, PhD., (2007) The Power of Play – Learning What Comes Naturally. Philadelphia: Da Capo Press.
Pitt, A. J. (2000) Hide and Seek: The play of the personal in education. Changing English, 7(1), pp.65–74. doi:10.1080/135868400109753.
Porges, S.W. (2015) Play as Neural Exercise: Insights from the Polyvagal Theory in Pearce-McCall (ed) (2015) The Power of Play for Mind Brain Health. Διαθέσιμο στη σελίδα https://www.legeforeningen.no/contentassets/6df47feea03643c5a878ee7b87a467d2/sissel-oritsland-vedlegg-til-presentasjon-porges-play-as-neural-exercise.pdf [τελευταία πρόσβαση: 10/01/2021]
Solter, A.J., PhD., (2013)Attachment Play – How to Solve Children’s Behavior Problems With Play, Laughter,and Connection. Goleta: Shining Star Press.
Vollmer, S., MD, (2009) ‘Hide and Seek – Why do We Leave? Why do We Want to be Found?’ Psychology Today, 23 December. Διαθέσιμο στη σελίδα https://www.psychologytoday.com/us/blog/learning-play/200912/hide-and-seek [τελευταία πρόσβαση 15/01/2021]
Winnicott, D. W. (1965) Communicating and Not Communicating Leading to a Study of Certain Opposites, in: The Maturational Processes and the Facilitating Environment – Studies in the Theory of Emotional Development. London: Karnac
Φωτογραφίες:
Paul Bradbury, διαθέσιμη στη σελίδα https://news.usc.edu/files/2017/07/HideSeek_web.jpg [τελευταία πρόσβαση 15/02/2021]
https://www.team4kids.com/wp-content/uploads/2019/04/5-Ways-to-Play-with-Your-Baby-To-Encourage-Speech-and-Language-Development.jpg?fbclid=IwAR0xG9z0j0JBYrkBE7D-OF3olgjKSkNlgV1pofHhLwgZmKgOjkyxd87vB3c [τελευταία πρόσβαση 20/02/2021]
από την Μυρτώ Κυμπάρη
Αναπτυξιακή ψυχολόγος (MSc) | προσωποκεντρική σύμβουλος ψυχικής υγείας | συνοδός focusing | θεραπεύτρια EFT (emotionally focused therapy)
Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα θέματα στο μεγάλωμα των παιδιών σήμερα είναι η συναίνεση. Όχι γιατί οι γονείς μιλάνε φανατικά υπέρ ή κατά αυτής, αλλά γιατί για ένα μεγάλο μέρος αυτών δεν υπάρχει τίποτα εκεί για συζήτηση, την ώρα που κάποι@ άλλ@ προσπαθούν να λάβουν υπόψη τους τη γνώμη και τη στάση των παιδιών σε ό,τι τα αφορά. Συχνά ο λόγος που μας προκαλεί τόση αμηχανία η σκέψη του να μιλήσουμε στα παιδιά για τη συναίνεση είναι ότι στο μυαλό μας την έχουμε συνδεδεμένη με το σεξ. Παρόλα αυτά, η συναίνεση είναι μια δεξιότητα ζωής που χρειάζεται να εξασκηθεί πολύ πριν να έχει οποιαδήποτε σχέση με το σεξ.
Τι είναι η συναίνεση και πώς ορίζεται;
Συναίνεση είναι να επιτρέπω κάτι να συμβεί ή να συμφωνώ να κάνω κάτι.
Η συναίνεση είναι
Κοινώς για να υπάρχει συναίνεση χρειάζεται το “ναι” να έχει όλες τις ποιότητες που προαναφέρθηκαν, και πάλι είναι σημαντικό να θυμάται κανείς/μία πως η συναίνεση μπορεί να αρθεί οποιαδήποτε στιγμή: αυτό το ναι ήταν μόνο για εκείνη τη στιγμή και για όσο το άτομο ήταν πρόθυμο να συμπορευτεί.
Προσπαθώντας να δει κανείς το μεγάλωμα των μικρών παιδιών μέσα από το πρίσμα της συναίνεσης, γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσο συχνά η σωματική αυτονομία των μικρότερων παιδιών παραβιάζεται, καθώς αυτά «δεν ξέρουν, είναι μικρά, δεν καταλαβαίνουν». Από το παιχνίδι με ένα παιδί, στο τρύπημα των αυτιών, στην αλλαγή πάνας ενός βρέφους, στο τι θέλει να φάει ένα παιδί και πόσο από αυτό, όλα αυτά είναι παραδείγματα που το παιδί μπορεί να αντιδράσει με ένα ναι ή ακόμα και ένα σθεναρό όχι. Το κάθε παράδειγμα και το κάθε κομμάτι χρειάζεται να ακουστεί και να φροντιστεί πιο ειδικά και επιστάμενα, δεν υπάρχει μία καθολική απάντηση και οδηγία για το πώς πρέπει να αντιδράει ο/η σημαντικός/ή ενήλικας στο ναι ή το όχι ενός παιδιού. Κάποιες φορές αυτό που χρειάζεται να έχουμε δεν είναι η συναίνεση, αλλά η φροντίδα και ο σεβασμός του βιώματος (πχ δεν αφήνουμε ένα παιδί στο αμάξι χωρίς τη ζώνη 5 σημείων επειδή δεν θέλει να κάτσει εκεί… η ασφάλειά του προέχει και ένα παιδί 2 χρονών δεν μπορεί να δώσει μια ενημερωμένη συναίνεση καθώς δεν μπορεί να αντιληφθεί τους κινδύνους που διατρέχει αν δεν καθίσει στην ειδική θέση). Και όμως, όσο αδιαπραγμάτευτη πρέπει να είναι η ασφάλεια του παιδιού, τόσο ένα σωρό άλλοι τομείς αφήνουν χώρο για προσαρμογές πάνω στο αίτημα και την ανάγκη του… πόσοι/ες ενήλικες μπορούμε να θυμηθούμε στιγμές από την παιδική μας ηλικία όπου έπρεπε να φάμε ποσότητες φαγητού πέρα από την αίσθηση κορεσμού που νιώθαμε, ή χρειάστηκε να φάμε τροφές που μας ήταν δυσάρεστες -αν όχι απαίσιες-. γιατί οι ενήλικες γύρω μας είχαν την πεποίθηση ότι αυτή η τροφή είναι τόσο μα τόσο απαραίτητη.. πόσα φιλάκια χρειάστηκε να δώσουμε σε κατά τα άλλα σχεδόν άγνωστες θείες;
Αυτά είναι όλα παραδείγματα πρώιμων παραβάσεων της συναίνεσής μας, και βάζουν τα θεμέλια στο πώς κατανοούμε το σώμα μας, στο πόσο μπορούμε να εμπιστευτούμε τα μηνύματα που αυτό μας στέλνει στην αναζήτηση ευχαρίστησης ή και στην αποφυγή δυσάρεστων αισθήσεων. Παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητάς μας, στην αίσθηση αυτοαξίας μας, στην αίσθηση δύναμής ή την έλλειψη αυτής που βιώνουμε, και φυσικά στην κατανόησή μας γύρω από θέματα συναίνεσης. Κάτω από αυτό το πρίσμα μπορούμε να δούμε πως αν και δεν είναι η πρώτη σκέψη που κάνουμε τα πρώτα παιδικά μας βιώματα και η παραβίαση ή ο σεβασμός των ορίων μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη μετέπειτα σεξουαλική μας υγεία.
Έτσι λοιπόν ένα παιδί που δεν θέλει να φάει κρέας και λέει ότι αναγουλιάζει, είναι πολύ πιο απλό να απευθυνθούμε σε κάποια ειδικό και να ενημερωθούμε για εναλλακτικές πηγές πρωτεΐνης. Το πολύτιμο μήνυμα που παίρνει όταν σεβαστούμε το τι και πόσο από αυτό θα φάει είναι ότι η σωματική του αυτονομία είναι σημαντική, ότι το ίδιο το παιδί μπορεί να ξέρει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη εστία πληροφοριών τι χρειάζεται το σώμα του, ότι η προτίμηση του μετράει! Πολλές/οί από εμάς δεν βιώσαμε την γνώση και την αίσθηση ότι η σωματική μας αυτονομία είχε σημασία. Μεγαλώσαμε από ενήλικες που δεν είχαν βιώσει ούτε αυτές/οί το σεβασμό της σωματικής τους αυτονομία. Στην ουσία μιλάμε για ένα διαγενεακό τραύμα, ένα τραύμα που περνάει από γενιά σε γενιά και που οι γονείς και σημαντικοί/ές ενήλικες σήμερα καλούμαστε να το φροντίσουμε.
Αυτή η διαδικασία είναι ίσως μια δύσκολη υπόθεση, να φροντίσουμε κάτι που εμείς δεν βιώσαμε με φροντίδα στη δική μας παιδική ηλικία, με εσωτερικές συγκρούσεις ουκ ολίγες. Σε αυτό προστίθενται οι προκλήσεις που συναντάμε στην καθημερινότητα. Στην προσπάθειά μας να λάβουμε υπόψη μας τις ιδιαιτερότητες του κάθε παιδιού είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως γύρω μας υπάρχουν άνθρωποι που ειδικεύονται και μπορούν να μας συνοδέψουν στην αναζήτηση λύσεων. Όσο δύσκολη και να είναι αυτή η μετακίνηση που καλούμαστε να βιώσουμε είναι και η ευκαιρία μας να γίνουμε για τα παιδιά (μας) η/ο ενήλικας που χρειαζόμασταν εμείς ως παιδιά στη ζωή μας καθώς μεγαλώναμε.
Βιβλιογραφία:
Brian, R., (2020) Consent (for Kids!) – Boundaries, Respect, and Being in Charge of You. New York: Little, Brown and Company. [υπό έκδοση και στα ελληνικά].
González, C. (2012) My Child Won’t Eat! – How to Enjoy Mealtimes Without Worry. London: Pinter & Martin Ltd.
Sanders, J., (2018). Let’s Talk About Body Boundaries, Consent & Respect – A Book to Teach Children About Body Ownership, Respectful Relationships, Feelings and Emotions, Choices and Recognizing Bullying Behaviors. Victoria: Educate2Empower Publishing.
Spilsbury, L., Necati, Y., (2017) What is Consent? Why is it Important? And Other Big Questions. London: Wayland.
Φωτογραφίες:
Pexels, χρήστης @cottonbro (2020). διαθέσιμη στο https://www.pexels.com/el-gr/photo/3992135/ [τελευταία πρόσβαση 28/01/2021].
Pexels, χρήστης Ketut Subiyanto (2020), διαθέσιμη στο https://www.pexels.com/el-gr/photo/4546112/?fbclid=IwAR10tUTKWUPmYHc_AJNRxp9BnJEM9yaaUEsB90MKaa_5DTzSOKlFQ4CdKuI [τελευταία πρόσβαση 28/01/2021]
από την Ελευθερία Μπίκου
Σχολική Ψυχολόγος, απόφοιτος Α.Π.Θ.
Η αυτοεκτίμηση είναι ένας βασικός παράγοντας για ό,τι συμβαίνει εντός και μεταξύ των ανθρώπων. Είναι, σύμφωνα και με την Αμερικανίδα συγγραφέα και ψυχοθεραπεύτρια Virginia Satir, ένα από τα συστατικά που επενεργούν στην οικογενειακή εμπειρία και μπορεί να φέρει πολύ δυστυχία ή ευτυχία στα μέλη της.
Πρόκειται για την ικανότητα να δίνω αξία στον εαυτό μου και να τον μεταχειρίζομαι με αξιοπρέπεια, αγάπη και αλήθεια. Αυτά τα συναισθήματα και οι ιδέες που έχω για εμένα εξωτερικεύονται και στη συμπεριφορά μου. Όταν αγαπώ τον εαυτό μου και μου αρέσει, έχω μεγαλύτερες πιθανότητες να αντιμετωπίσω τη ζωή με ειλικρίνεια και ακεραιότητα. Η αγάπη, η υπευθυνότητα και η στοργή πηγάζουν από μέσα μου χωρίς δυσκολία. Ακτινοβολώ δύναμη και ελπίδα. Όσο πιο πολύ εκτιμάω εαυτό μου, τόσο λιγότερα απαιτώ από τους άλλους, τόσο περισσότερο τους εμπιστεύομαι, αναγνωρίζω την αξία τους και τους σέβομαι, φέρομαι τρυφερά και κατάλληλα, και φτιάχνω στέρεες σχέσεις.
Το μέρος όπου το παιδί μπορεί να αναπτύξει ένα τέτοιο αίσθημα αυταξίας και να πάρει δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τον κόσμο, δεν είναι λοιπόν άλλο από την οικογένεια. Η V. Satir μάλιστα χρησιμοποιεί μια πολύ ωραία λέξη για τους γονείς, τους αρχιτέκτονες της οικογένειας: ανθρωποπλάστες!
Πώς είναι λοιπόν μία οικογένεια που μπορεί να καταφέρει κάτι τέτοιο για τα μέλη της; Είναι γεμάτη ζωντάνια, ζεστασιά και γνησιότητα. Τα άτομα δείχνουν την κατανόηση και το σεβασμό τους στη ζωή. Τα μέλη της μπορούν να ακουμπούν το ένα το άλλο και δείχνουν την αγάπη και τη στοργή τους, ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Αισθάνονται ελεύθερα να πουν πώς νιώθουν, φέρονται ανοιχτά και ακούνε με ενδιαφέρον. Η συμπεριφορά των γονιών ταιριάζει με τα λόγια τους. Κάνουν σχέδια. Δέχονται τις αλλαγές σαν κομμάτι της ζωής και προσπαθούν να τις χρησιμοποιήσουν δημιουργικά, κάνοντας την οικογένειά τους ακόμα πιο στοργική. Μέσα σε αυτήν την οικογένεια τα παιδιά παίρνουν το μήνυμα ότι η ανθρώπινη ζωή και τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι πιο σημαντικά από οτιδήποτε άλλο.
Το μωρό όταν έρχεται στον κόσμο στηρίζεται στις εμπειρίες του με τους ανθρώπους για την αξία του. Στα πρώτα χρόνια η αυτοεκτίμηση αντλείται σχεδόν αποκλειστικά από τα ψυχικά αποθέματα της οικογένειας. Έπειτα στο σχολείο, τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα, αλλά η οικογένεια παραμένει βασικός παράγοντας. Εξωτερικές δυνάμεις τείνουν να ενδυναμώσουν τα συναισθήματα αξίας ή αναξιότητας που το παιδί ήδη έχει μάθει. Το γεμάτο αυτοπεποίθηση παιδί, μπορεί να ξεπεράσει πολλές δυσκολίες με τους συνομήλικους του.
Ας εξετάσουμε κάποιες ιδέες για το πώς τα παιδιά μας θα αναπτύξουν αυτοεκτίμηση:
Ας σταθούμε λίγο στο τελευταίο. Οι γονείς αποτελούμε για τα παιδιά μας πρότυπα. Δεν μπορούμε όμως να τους μάθουμε κάτι αν εμείς δεν το ξέρουμε. Συνηθίζει κάποιες φορές κανείς τόσο πολύ στα χαμηλά αισθήματα αυταξίας που εύκολα πείθεται πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Ευτυχώς όμως πάντα υπάρχει η ευκαιρία να βελτιώσει κανείς την αυτοεκτίμησή του. Το συναίσθημα να μη δίνω αξία στον εαυτό μου μαθαίνεται άρα και ξεμαθαίνεται και κάτι καινούριο μπορεί να αναβλύσει. Οι άνθρωποι μπορούμε πάντα να αλλάξουμε, αφού ωριμάζουμε και μαθαίνουμε καινούρια πράγματα. Αρκεί να παραδεχτώ πρόθυμα ότι κάτι δε μου αρέσει και να αποφασίσω να αλλάξω. Να αποδεχτώ τα αποτελέσματα των πράξεων μου, να συγχωρήσω τον εαυτό μου και να μάθω να φέρομαι διαφορετικά. Μία τέτοια προσπάθεια χρειάζεται χρόνο, υπομονή και κουράγιο να διακινδυνεύσω.
Μπορούμε με τους παραπάνω τρόπους να κάνουμε την οικογένεια μας τόπο όπου μεγαλώνουν άνθρωποι που συναισθάνονται την αξία τους, μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, να αγαπήσουν και να αγωνιστούν έντιμα. Τελικά, να φτιάξουμε έναν κόσμο που υπηρετεί την ανθρώπινη πλευρά των ανθρώπων.
Βιβλιογραφία:
V. Satir “Πλάθοντας ανθρώπους” (Εκδόσεις Κέδρος, 1989)
από την Ελευθερία Μπίκου
Σχολική Ψυχολόγος, απόφοιτος Α.Π.Θ.
Οι περισσότεροι από εμάς μεγαλώνουμε σε οικογένειες, και κάποιοι από εμάς, όσοι και όσες είμαστε γονείς, μεγαλώνουμε οικογένειες! Ένας από τους βασικούς λίθους που δομούν την οικογενειακή ζωή είναι η επικοινωνία, δηλαδή οι τρόποι με τους οποίους τα άτομα συνεννοούμαστε μεταξύ μας. Κάποιες φορές αυτή μπορεί να γίνει αδιέξοδη, και να εμπλακούμε σε σχέσεις και μορφές αλληλεπίδρασης που χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις και υπόγεια μηνύματα. Θα εξετάσουμε σήμερα μία πολύ συγκεκριμένη έννοια αυτού του είδους επικοινωνίας, το «μήνυμα διπλού δεσμού»· ένα μήνυμα που μπορεί να φέρει δυσκολίες έως και τραύμα σε κάποιο μέλος της οικογένειας.
Ο διπλός δεσμός βιώνεται όταν το παιδί (ή κάποιος ενήλικος, αλλά εμείς διαλέγουμε σήμερα να επικεντρωθούμε στα παιδιά) λαμβάνει από ένα σημαντικό πρόσωπο της ζωής του αντικρουόμενα μηνύματα, που ακυρώνουν το ένα το άλλο. Συνήθως το ένα μήνυμα δίνεται λεκτικά και το άλλο εξωλεκτικά, με τη στάση του σώματος, τις χειρονομίες, τις εκφράσεις του προσώπου, το χρώμα της φωνής. Με απλά λόγια, το παιδί αισθάνεται ότι ο γονέας:
Σε αυτήν την πιεστική συνθήκη είναι αδύνατο να ικανοποιήσει κάποιος τις παράδοξες απαιτήσεις: η επιτυχημένη απόκριση στη μία πλευρά του μηνύματος δεν μπορεί παρά να σημαίνει αποτυχημένη απόκριση στην άλλη, αντιφατική πλευρά. Ότι και να επιλέξει το παιδί φαίνεται σαν να είναι λάθος.
Ας κοιτάξουμε κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα για να καταλάβουμε τη σύγχυση που προκαλείται:
Στις τριαδικές σχέσεις (μητέρα-πατέρας-παιδί) ένας τέτοιος διπλός δεσμός μπορεί να προκύψει από την ύπαρξη ενός άρρητου υποσυστήματος εξουσίας. Για παράδειγμα, μια μητέρα σε μία παραδοσιακά πατριαρχική οικογένεια διακηρύττει «σεβάσου τον πατέρα σου», ενώ αυτή δείχνει να αμφισβητεί υπόγεια την πατρική εξουσία. Το λεκτικό μήνυμα καλεί το παιδί να αποδεχτεί την εξουσία του πατέρα, ενώ το ανεπίσημο μυστικό μήνυμα το καλεί να ταχθεί στο πλευρό της, αποδεχόμενο τα αρνητικά συναισθήματα της τόσο προς αυτόν όσο και προς την εξουσία του. Εάν το παιδί εναντιωθεί στο επίσημο λεκτικό μήνυμα, θα αποδοκιμαστεί για έλλειψη σεβασμού προς τον πατέρα, ενώ αν συμμορφωθεί σε αυτό, θα τιμωρηθεί ανεπίσημα, χάνοντας την εύνοια της μητέρας.
Το παιδί έχει λοιπόν μπροστά του ένα παζλ που είναι αδύνατον να λυθεί. Όσο και αν προσπαθήσει, δεν θα είναι σε θέση να ικανοποιήσει όλες τις απαιτήσεις των αλληλοσυγκρουόμενων μηνυμάτων. Αυτό του προκαλεί σύγχυση και αναγκάζεται να αρνηθεί βασικές πτυχές της εμπειρίας του. Δυσκολεύεται να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα, το σωστό από το λάθος.
Βιώνει τον γονέα ως θυμωμένο και επικριτικό. Κυριεύεται από ενοχές, άγχος και αίσθημα ανικανότητας. Μαθαίνει να μην εμπιστεύεται τον εαυτό του και τους άλλους, και μπορεί να κλειστεί στον εαυτό του μουδιάζοντας συναισθηματικά. Τα μικρότερα παιδιά μπορεί να εμφανίσουν σωματικά συμπτώματα ή προβλήματα συμπεριφοράς, οι έφηβοι έχουν αυξημένες πιθανότητες να καταφύγουν στη χρήση ουσιών, και κατά την ενηλικίωση δυσκολεύονται στην ανάπτυξη νέων υγιών σχέσεων. Δεν είναι βέβαια μόνο η ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού που επηρεάζεται αρνητικά αλλά και η ψυχική υγεία όλων όσων εκτίθενται σε αυτή την κατάσταση.
Για να φτάσουν να μας προβληματίσουν, οι επικοινωνίες διπλού δεσμού θα πρέπει να συνιστούν μια επαναλαμβανόμενη, παρά μια μοναδική τραυματική εμπειρία. Μόνο τότε, και με την προϋπόθεση ότι μένουν άρρητες, εσωτερικεύονται και λειτουργούν ως φίλτρο ανάγνωσης και αναπαράστασης της πραγματικότητας, επηρεάζοντας τη συμπεριφορά στην οικογένεια και έξω από αυτήν.
Αν και η τεχνική του διπλού δεσμού μπορεί να χρησιμοποιηθεί σκόπιμα ως μέθοδος ελέγχου στις σχέσεις σχεδόν κάθε τύπου, η θεωρία δε συνιστά ένα κατηγορώ προς την οικογένεια ούτε υπονοεί ότι υπάρχει κάποια σκόπιμη πρόθεση των εμπλεκόμενων μελών. Απλά περιγράφει ένα συχνά παρατηρούμενο μοτίβο. Πράγματι, οι περισσότεροι θα διαλέγαμε να μείνουμε μακριά από ακυρώσεις και αντιφάσεις ως προς τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τη συμπεριφορά μας. Οι οικογένειες δέχονται αυτόν τον προβληματικό τρόπο επικοινωνίας, γιατί μπορεί να μην ξέρουν κάποιον άλλο. Δεν υπάρχει πιο δύσκολη δουλειά στον κόσμο από το μεγάλωμα μιας οικογένειας!
Τι μπορούμε να κάνουμε εάν τέτοιες επικοινωνιακές δυσκολίες ταλανίζουν και τη δική μας οικογένεια; Το καλό νέο είναι ότι η επικοινωνία μαθαίνεται, και μπορούμε, αν θέλουμε, να καταπιαστούμε με την αλλαγή της. Οι σχέσεις είναι ζωντανοί δεσμοί. Ως γονείς λοιπόν και ως σύντροφοι, ας παρατηρήσουμε τους τρόπους μας. Ας είμαστε προετοιμασμένοι ότι η προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε τον εαυτό μας και να αναλάβουμε την ευθύνη του έχει και τις δύσκολες στιγμές της. Να εκφράζουμε τον εαυτό μας, εννοώντας όσα λέμε και κάνουμε. Να είμαστε διάφανοι στην επικοινωνία, χωρίς κρυμμένα νοήματα και υπόγεια μυστικά από τους αγαπημένους μας. Να επισημαίνουμε τις αντιφάσεις όταν προκύπτουν. Να φτιάξουμε μια σαφή ιεραρχία στην οικογένεια μας, με αποσαφηνισμένους ρόλους και κανόνες. Να κάνουμε τελικά τις ανθρώπινες σχέσεις μέσα και έξω από την οικογένεια πιο καθαρές. Οι αλλαγές στηρίζονται σε νέες γνώσεις και νέα συνείδηση. Αυτά μπορεί ο καθένας μας να τα αποκτήσει!
Βιβλιογραφία:
Hoffman Lynn “Τα θεμέλια της οικογενειακής θεραπείας“. University Studio Press (2012)
Satir V. “Πλάθοντας ανθρώπους“. Εκδόσεις Κέδρος (1989)
Ζαφειρίδης Φ. “Εξαρτήσεις και κοινωνία“. Εκδόσεις Κέδρος (2009)